μουσαμαδιά

μουσαμαδιά
η
αδιάβροχο πανωφόρι φτιαγμένο από μουσαμά: Φόρεσε τη μουσαμαδιά και βγήκε στη βροχή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μουσαμαδιά — η αδιάβροχο πανωφόρι από μουσαμά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πληθ. μουσαμάδ ες τού μουσαμάς + κατάλ. ιά (πρβλ. παπάδες: παπαδιά)] …   Dictionary of Greek

  • μουσαμάς — ο (λ. τουρκ.) 1. ύφασμα που αλείφεται με κερί ώστε να είναι αδιάβροχο: Σκέπασε τα χόρτα με μουσαμά για να μη βραχούν. 2. αδιάβροχο πανωφόρι από μουσαμά, η μουσαμαδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”